- έρωτας
- Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο πνευματική και θεωρητική άποψη. Ο Πλάτων ήταν ο πρώτος που διατύπωσε μια βαθύτερη θεωρία του έ. Στο Συμπόσιό του παρουσίασε ποιον δρόμο πρέπει να ακολουθεί ο τέλειος εραστής: από τον έ. ενός σώματος στον έ. των ωραίων σωμάτων γενικά, από εκεί στον έ. των ψυχών και, τέλος, από τον έ. των ψυχών στον έ. των ιδεών. Γιατί, κατά την πλατωνική φιλοσοφία, η ψυχή του ανθρώπου έχει γνωρίσει άλλοτε τον τέλειο κόσμο των ιδεών, του οποίου ο γήινος κόσμος δεν είναι παρά ωχρό και ατελές αντίγραφο. Σκοπός της φιλοσοφίας είναι η αναγωγή, η επιστροφή στον κόσμο των ιδεών. Ο έ. λοιπόν είναι μια φυσική κλίση που ευνοεί τη φιλοσοφική ανοδική πορεία. Σύμφωνα με τα διδάγματα του Φαίδρου (πλατωνικού διαλόγου που πραγματεύεται επίσης το θέμα του έ.), τα ωραία αντικείμενα είναι είδωλα του καθαυτό ωραίου, το οποίο βρίσκεται μόνο στον κόσμο των ιδεών. Η βαθύτερη, λοιπόν, έννοια του γήινου έ. είναι η επιθυμία να φτάσουμε πέρα από τις ξεχωριστές ομορφιές που αγαπάμε, σε αυτό το αληθινά ωραίο. Τον πλατωνικό αυτόν έ. έκριναν αυστηρά οι χριστιανοί και ιδιαίτερα ο Παύλος· αντέταξαν στον έ. την αγάπη-φιλανθρωπία, η οποία, ενώ αποβλέπει στον Θεό, δεν ξεχνά τον πλησίον· αντίθετα αναγνωρίζει σε αυτόν και συναντά τον Δημιουργό, με όλες τις απαιτήσεις της αγάπης: δόσιμο του εαυτού μας, στοργή και φροντίδα για τους άλλους, προοδευτικός εξαγνισμός των ατόμων μέσα στη χριστιανική μέθεξη της αγάπης που τα ανεβάζει διαρκώς προς τον Θεό, αρχή και πηγή κάθε αγάπης.
Με την πάροδο των αιώνων διαμορφώθηκαν έτσι δύο κύριες αντιλήψεις για τον έ. Στην πρώτη, που συναντάται σε στοχαστές ή φιλόσοφους, όπως ο Μάρκος Αυρήλιος, ο Ντεκάρ, ο Σπινόζα κ.ά., ο έ. θεωρείται πάθος και πρέπει πάντα το πάθος να κυριαρχείται από το λογικό. Κατά τη δεύτερη αντίληψη, που συναντάται στους μυστικούς (όπως ο Πλωτίνος, ο Αυγουστίνος, ο Φραγκίσκος της Ασίζης, ο Ιωάννης του Σταυρού, ο Πασκάλ) κάθε αγάπη διέπεται από την αγάπη του Θεού, γιατί μία μόνο είναι η αγάπη, τελικό αίτιο όλων των πραγμάτων. Οι στοχαστές του ρομαντισμού θεωρούν τον έ. πάθος που προκαλείται από το δαιμόνιο του Είδους, τη φύση, σαν μεγάλη παγίδα που πιάνει τους ζωντανούς για να διαιωνίζουν τη ζωή. Οι πιο απαισιόδοξοι θεωρητικοί αυτής της ρομαντικής αντίληψης για τον έ. είναι ο Νίτσε, ο Σοπενχάουερ, ο Χάρτμαν κ.ά.
Ενώ ο Πλάτων προσπάθησε να δείξει ποιος θα έπρεπε να είναι ο σκοπός του έ., ο Αυστριακός ψυχαναλυτής Σίγκμουντ Φρόιντ επιχείρησε, στις αρχές του 20ού αι., να τον αναλύσει στα συστατικά του στοιχεία. Ο Φρόιντ όρισε τον αληθινό έ. ως σύνθεση των καθαυτό σεξουαλικών ορμών και των τρυφερών αισθημάτων που εμφανίζονται ως συνέπεια της απώθησης των σεξουαλικών ορμών της πρώτης παιδικής ηλικίας. Πρέπει να προστεθεί ότι οι πρόσφατες σχετικές έρευνες για τον έ. τείνουν να τον αναγνωρίσουν ως μια σύνθετη, περίπλοκη και βασική κλίση της ανθρώπινης ύπαρξης, που οι βαθιές ρίζες της, συχνά ασυνείδητες ή υποσυνείδητες, τρέφουν όλη τη συγκινησιακή και συναισθηματική ζωή, την ηθική και κοινωνική συμπεριφορά, τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές τάσεις του ανθρώπου. Πρόκειται δηλαδή για μια κλίση, μια ροπή, που επιδρά και αντιδρά στο σύνολο όλων των ιδιοτήτων και ικανοτήτων μας –όποιες και αν είναι αυτές– όπως και αυτές με τη σειρά τους επιδρούν και αντιδρούν, κατά την άσκησή τους, στην κλίση αυτή.
* * *και έρως, ο (AM ἔρωςΑ επικ. και λυρικός τ. ἔρος)1. έντονη συναισθηματική έλξη στην οποία συνυπάρχει και πόθος για σαρκική επαφή (α. «κλεφτά τήν πάτασσε τού έρωτ’ η οδύνη», Ερωτόκρ.β. «ἔρως εἰς αὐτὸν τῆς γυναικὸς ἐσέβην», Καλλίμ.γ. «...ὡς ταύτης πόθῳ πόλις δαμείη πᾱσα, κοὐχ ἡ Λυδία πέρσειεν αὐτήν, ἀλλ’ ὁ τῆσδ’ ἔρως φανεείς» — γιατί η πόλη θα υποταχθεί απ΄ τον πόθο γι’ αυτήν και δεν θα τήν κυριέψει η Λυδία, αλλά ο Έρωτας τού Ηρακλή γι’ αυτήν, για την Ιόλη, Σοφ.)2. ο θεός Έρως3. θερμή αγάπη, αφοσίωση σε κάποιον (α. «ἔρωταν εἶχεν περισσὸν ὡς διὰ τήν ποθητήν του καὶ διὰ τὴν μητέραν του καὶ διά τοὺς ἀδελφούς του», Διγεν. Ακρ.β. «ἔρως λέγεται, ᾧ οὐδεὶς ἐπαισχύνεται, ὅταν μὴ κατὰ σαρκὸς γένηται αὑτοῡ ἡ τοξεία» — λέγεται έρωτας, για τον οποίο δεν ντρέπεται κανείς, εφόσον η έλξη δεν είναι σαρκική, Γρηγ. Νύσσ.)4. αφοσίωση, προσήλωση σε ιδανικό, σε καθήκον κ.λπ. (α. «αγάπη κι έρωτας καλού τα σπλάχνα τους τινάζουν», Σολωμ.β. «ὑποδεικνύων τὸν μισθὸν τῆς γνώσεως εἰς ἔρωτα αὐτῆς τοὺς συνετοὺς ἐκκαλεῑται» — υποδεικνύοντας την αμοιβή τής γνώσης κάνει έκκληση στους συνετούς να τήν ερωτευθούν, Κλήμ. Αλ.)5. ισχυρή επιθυμία για κάτι, πόθος να αποκτήσει ή να κρατήσει στην κατοχή του κάποιος κάτι («α. έχει έρωτα για το χρήμα» ή «με το χρήμα» β. «ἔρως χρημάτων»)6. το αντικείμενο τού έρωτα, ό,τι αγαπάει υπερβολικά κάποιος (α. «το θέατρο είναι ο έρωτάς του» β. «ἀπροσίκτων δ’ ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι» — είναι οξύτερες οι μανίες που προκαλούν οι απελπισμένοι έρωτες, ο πόθος για κάτι ακατόρθωτο, Πίνδ.)μσν.- νεοελλ.1. η ερωτική πράξη, η σαρκική επαφή (α. «έκανε έρωτα μαζί της» β. «ἐρώτων δὲ μυστήρια ἐρυθριῶ τοῡ λέγειν», Διγεν. Ακρ.)2. ερωτική σχέση, ερωτικές περιπέτειες (α. «με τους έρωτές της κατάστρεψε το σπίτι της» β. «ἔρωτας ἀνιστορᾱται καὶ τὴν ἁρπαγὴν τῆς κόρης», Διγεν. Ακρ.νεοελλ.φρ. «πλατωνικὸς ἔρως» ή «έρωτας για κάποιον ή κάποια» — ερωτική προσήλωση, συναισθηματική αφοσίωση χωρίς σαρκικές σχέσειςαρχ.-μσν.1. η αγάπη τού θεού προς τον άνθρωπο («αὐτὸν ἔπεμψεν τὸν Υἱόνἀνῃρέθη καὶ οὗτος ἐλθών, καὶ οὐδὲ οὕτως ἔσβεσε τὸν ἔρωτα ἀλλ’ ἀνῆψε μειζόνως» — έστειλε στη γη τον ίδιο τον γιο Τουτόν σκότωσαν κι Αυτόν οι άνθρωποι, αλλά ακόμη και τότε δεν έσβησε την αγάπη για τους ανθρώπους αλλά τή φούντωσε ακόμη περισότερο, Ιωάνν. Χρυσ.)2. η αγάπη τού ανθρώπου, η αφοσίωση στον θεό και στους αγίους («τρωθεῑσα τῷ ἀσωμάτῳ καὶ διαπύρῳ βέλει τοῡ ἔρωτος» — πληγωμένη η ψυχή από το άυλο και διάπυρο βέλος τού έρωταΓρηγ. Νύσσ.)αρχ.1. υπερβολικά έντονη χαρά («ἔφριξ’ ἔρωτι, περιχαρὴς δ’ ἀνεπτάμην»)2. πληθ. οἱ ἔρωτεςη ερωτική πράξη, οι σεξουαλικές σχέσεις («οὐχ ὅσί ἔρωτες», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η ήδη ομηρική λ. έρως ανήκει στα σιγμόληκτα ουσιαστικά, αναγόμενη σε αρχικό θέμα *ερασ-, το οποίο εμφανίζεται σε παράγωγα (πρβλ. ερασ-τός, εράσ-μιος και αιολ. εραννός < *ερασ-νός). Παρά την ιδιαίτερη σημασιολογική απόχρωση που έχει κάθε λ. τής λεξιλογικής ομάδας με τη σημασία «αγάπη», η ιδιαιτερότητα στη σημασία κάθε λέξεως καταδεικνύεται από το γλωσσικό περιβάλλον στο οποίο απαντά κάθε φορά. Η λεξιλογική οικογένεια τού «ἐρως» αναφέρεται, τόσο στην Αρχαία όσο και στη Νέα, μόνο στην ερωτική αγάπη, εν αντιθέσει προς τα φιλία / φιλώ / φίλος, τα οποία δηλώνουν περισσότερο τη σημασία «οικείος», αλλά και προς τα στέργω / στοργή, που αναφέρονται σε σχέσεις γονέων προς παιδιά ή ανωτέρων προς κατωτέρους].
Dictionary of Greek. 2013.